Η καθιέρωση της φυλακής ως τόπος εκτέλεσης ποινής

2013-06-21 20:53

Η φυλακή ως τόπος εκτέλεσης ποινής είναι θεσμός σχετικά πρόσφατος. Το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό δίκαιο γνώριζαν την φυλακή ως τόπο φύλαξης των υποδίκων μέχρις ότου παραπεμφθούν σε δίκη. Το ίδιο ισχύει και κατά τον μεσαίωνα, αν και συναντάμε περιπτώσεις όπου ορισμένα φρούρια χρησιμοποιούνταν για ισόβια κάθειρξη πολιτικών κρατουμένων.

Η καθιέρωση της φυλακής ως τόπου εκτέλεσης ποινής οφείλεται σε επίδραση του κανονικού δικαίου της καθολικής εκκλησίας. Το κανονικό δίκαιο θεωρούσε την αντικοινωνική συμπεριφορά ως έγκλημα και τον εγκληματία ως αμαρτωλό που έπρεπε να επαναφέρει στον ίσιο δρόμο με τη μόνωση και τη τιμωρία. Η μόνωση, κατά τις εκκλησιαστικές αντιλήψεις, διευκολύνει τη περισυλλογή και την επικοινωνία με το Θεό, πράγμα που συντελεί στο να αισθανθεί τύψεις ο αμαρτωλός, να μετανοήσει και να εξιλεωθεί. Η σύνοδος της Beziers είχε αποφασίσει ήδη από το 1266, ότι οι καταδικασμένοι από τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες έπρεπε να υποβάλλονται σε απομόνωση τη νύχτα και να τηρούν την ημέρα το κανόνα της απόλυτης σιωπής.

Από τον 17Ο αιώνα οι ιδέες αυτές άρχισαν να έχουν μια ευρύτερη εφαρμογή και πάνω στους καταδικασμένους από τη λαϊκή δικαιοσύνη. Το 1690 ένας Γάλλος βενεδεκτίνος μοναχός ο Madillon, δημοσιεύει το έργο του «Σκέψεις πάνω στις εκκλησιαστικές φυλακές», που θεωρείται, γενικά, ως η πρώτη εκδήλωση της σωφρονιστικής επιστήμης. Ο Madillon καταγγέλλει το απομονωτικό σύστημα, υποστηρίζοντας ότι η απομόνωση δεν επιφέρει βελτίωση και εισηγείται διάφορες μεταρρυθμίσεις στον μέχρι τότε εφαρμοζόμενο τρόπο μεταχείρισης των κρατουμένων, όπως την καθιέρωση της εργασίας των κρατουμένων και των επισκέψεων σε αυτούς και τη λήψη μέτρων που να εξασφαλίζουν τους όρους υγιεινής διαβίωσης. Εισηγείται ακόμα και την εξατομίκευση των κρατουμένων.

Το έργο του Mabillon άσκησε μεγάλη επίδραση και σ’ αυτό οφείλεται η ίδρυση ορισμένων προτύπων σωφρονιστικών ιδρυμάτων στα διάφορα κράτη της καθολικής Ευρώπης. Έτσι, ο Πάπας Κλήμης ΧΙ ιδρύει το 1703 στη Ρώμη τη φυλακή «Άγιος Μιχαήλ» προορισμένη για νεαρούς εγκληματίες. Το 1735 ο Κλήμης ΧΙΙ ιδρύει στη Ρώμη φυλακή για γυναίκες και επακολουθεί ίδρυση φυλακών στο Μιλάνο, στο Τουρίνο και στη Βενετία. Το κίνημα αυτό φθάνει και τις ισπανικές Κάτω Χώρες και έχουμε την ίδρυση της περίφημης φυλακής της Γάνδης το 1755 από τον υποκόμη Jean Vilain XIV, όπου εφαρμοζόταν το σύστημα απομόνωσης κατά τη νύχτα και της κοινοβιακής εργασίας κατά την ημέρα.

Παράλληλα, το κίνημα για τη καθιέρωση της φυλακής εμφανίζεται και στις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν δεχθεί τον προτεσταντισμό. Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Ολλανδία ιδρύματα εργασίας για φυγόπονους και επαίτες. Την ίδια εποχή περίπου στην Αγγλία καθιερώνονται ιδρύματα για νεαρούς εγκληματίες ονομαζόμενα bridewells ή houses of correction, τα οποία όμως είχαν εφήμερη ύπαρξη. Αλλά η ανάπτυξη του θεσμού της φυλακής προωθήθηκε πολύ χάρη στο έργο και στη δράση του Άγγλου John Howard. O Howard ενώ ταξίδευε για τη Πορτογαλία έπεσε στα χέρια Γάλλων κουρσάρων και ρίχτηκε στις φυλακές της Βρέστης. Όταν επέστρεψε στη χώρα του, η πικρή εμπειρία που είχε δοκιμάσει ο ίδιος από τη φυλακή, τον έκανε να αφιερώσει τη ζωή του ολόκληρη στη βελτίωση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Ονομάστηκε διοικητής της κομητείας του Bedford το 1773 και είχε έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσει, ότι οι αγγλικές φυλακές παρουσίαζαν τους ίδιους όρους αθλιότητας που χαρακτήριζαν και τις Γαλλικές φυλακές. Ταξίδεψε τότε σε πολλές χώρες παρατηρώντας τις φυλακές τους και τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του τα παρουσίασε σ’ ένα βιβλίο το οποίο δημοσιεύτηκε το 1777. Στο θεωρητικό πεδίο ο Howard ακολουθεί και αναπτύσσει το πνεύμα του Mabillon και διακηρύσσει την αξία της εργασίας ως μέσου σωφρονισμού των εγκληματιών. Πέρα όμως απ’ αυτό, βρίσκει κανείς στο έργο του Howard ένα πλήθος προτάσεων πάνω στον τρόπο οργάνωσης της φυλακής, στην επιλογή του προσωπικού, στην υγιεινή μέσα στις φυλακές, που ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεπερασμένες.

Ο ρόλος του Howard στη σωφρονιστική επιστήμη είναι ανάλογος με εκείνον του Beccaria στο ποινικό δίκαιο ˙Bγι’¦αυτό θεωρείται ο πατέρας της σωφρονιστικής επιστήμης.

Οι αρχές, που διακήρυξε η γαλλική επανάστηση και συγκεκριμένα, η τοποθέτηση της ατομικής ελευθερίας στη κορυφή της αξιολογικής κλίμακας των αγαθών του προσώπου παγίωσε την στερητική της ελευθερίας ποινή σαν τη σπουδαιότερη στο σύστημα των ποινικών κυρώσεων. Από τότε, η φυλακή γενικεύεται σαν τόπος εκτέλεσης ποινής.

 

 Η ΦΥΛΑΚΗ ΩΣ ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Αυτός που μπαίνει για πρώτη φορά στη φυλακή βρίσκεται σε μια μικροκοινωνία, που υπάρχει και λειτουργεί ανάμεσα στα τείχη της φυλακής. Η κοινωνία αυτή χαρακτηρίζεται από μία ιδιότυπη κοινωνική οργάνωση, δηλ. από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων, ρόλων, κανόνων, προτύπων, συμπεριφορών κ.α που δεν καθορίζεται από το επίσημο νομικό καθεστώς που διέπει τη φυλακή (σωφρονιστικός κώδικας, κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας της φυλακής), αλλά αναπτύσσεται ανεξάρτητα απ’ αυτό και ενάντια σ’ αυτό, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης που ασκείται από τις σχέσεις των κρατουμένων μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και του προσωπικού της φυλακής.

Οι εμπειρικές έρευνες πάνω στην ιδιότυπη αυτή κοινωνική οργάνωση της φυλακής έφεραν σε φως, ότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της οργάνωσης είναι η υποπολιτισμιακή ομάδα της φυλακής ή ο «κώδικας των κρατουμένων» όπως έχει επικρατήσει να λέγεται. Ο κώδικας των κρατουμένων είναι ένα σύστημα άξιων και κανόνων, που υφίσταται παράλληλα με τους επίσημους κανόνες που αφορούν το σωφρονιστικό κατάστημα.

Οι βασικές αρχές του κώδικα αυτού συνοψίζονται στις εξής προτάσεις: 1. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΔΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ. 2. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙΣ ΤΗ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΣΕ ΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ 3. ΟΦΕΙΛΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΟΥ.

Η έχθρα προς το προσωπικό της φυλακής και η αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους είναι οι δύο θεμελιακές αξίες, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι κανόνες που διέπουν τον τόπο των κρατουμένων.

Η παραβίαση των αξιών και των κανόνων αυτών συνοδεύονται από κυρώσεις, οι οποίες κλιμακώνονται από τον εξοστρακισμό και τη κοινή περιφρόνηση του παραβάτη μέχρι και την άσκηση σωματικής βίας, χωρίς να αποκλείεται και η θανάτωση, κυρίως σε περιπτώσεις κατάδοσης.

Τα αποτελέσματα των ερευνών σε φυλακές διαφόρων κρατών δείχνουν ότι ο κώδικας αυτός απαντάται σε κάθε φυλακή. Η ύπαρξη του διαπιστώθηκε και στις αμερικάνικες φυλακές και στις αγγλικές και στις σκανδιναβικές, αν και στις τελευταίες, η έχθρα των κρατουμένων προς το προσωπικό της φυλακής δεν βρέθηκε τόσο έντονη όσο στις αμερικάνικες, πράγμα, που κατά τον Mathiesen, οφείλεται στις πολιτισμιακές διαφορές μεταξύ αμερικανικής και σκανδιναβικής κοινωνίας και στον διάφορο βαθμό επαγγελματοποίησης του εγκλήματος, που παρατηρείται στις δυο κοινωνίες.

Σύμφωνα με μια έρευνα του Schrag ο οποίος με βάση τους χαρακτηρισμούς που έκαναν οι κρατούμενοι για τους άλλους συγκρατούμενους τους, εντόπισε πέντε κοινωνικούς ρόλους μέσα στη κοινωνία των εγκλείστων. Οι ρόλοι αυτοί είναι οι εξής, σύμφωνα με την «αργκό» (argot) της φυλακής: α) Riflet gun, είναι ο τύπος του εγκληματία με σαφείς αντικοινωνικές τάσεις. Δέχεται απόλυτα των κώδικα των κρατουμένων και επιβάλλει την εφαρμογή του στους άλλους. Στην κοινωνία των έγκλειστων είναι ηγετική φυσιογνωμία. β) ο «εκτός νόμου», είναι αντικοινωνικός τύπος, που δεν συμμορφώνεται ούτε στον κώδικα των κρατουμένων, ούτε στους κανονισμούς της φυλακής και στο σύστημα αξιών της συμβατικής κοινωνίας. Είναι ανεπίδεκτος υποταγής σε οποιοδήποτε σύστημα κανόνων. γ) ο «square John», είναι κοινωνικός τύπος, αρνείται να θεωρεί τον εαυτόν του ως εγκληματία, συμμορφώνεται με τους κανονισμούς της φυλακής και δεν ακολουθεί τον κώδικα των κρατουμένων. δ) ο «πολιτικάντης» τύπος ψευδοκοινωνικός, που φροντίζει να διατηρεί καλές σχέσεις τόσο με τους συναδέλφους του, όσο και με το προσωπικό της φυλακής. Όταν είναι σε επαφή με τους συναδέλφούς του, δείχνει πνεύμα σεβασμού προς τον κώδικα των κρατουμένων, ενώ κόπτεται για τη τήρηση των κανονισμών στις σχέσεις του με το προσωπικό της φυλακής. ε) ο «βλαμμένος» (dihg), ψυχικά νοσηρός ή σεξουαλικά ανώμαλος, που δεν προσαρμόζεται σε κανένα κανόνα και είναι ο απόβλητος της κοινωνίας των εγκλείστων.

Τους ερευνητές απασχόλησε το ερώτημα σχετικά με το πώς δημιουργείται ο κώδικας των κρατουμένων. Κατά μία άποψη, ο κώδικας αυτός δεν είναι παρά η εγκληματική υποκουλτούρα, που φέρνουν οι κακοποιοί μαζί τους στη φυλακή. Κατά μία άλλη θεωρία, ο κώδικας των κρατουμένων είναι δημιούργημα της φυλακής και έχει σαν λειτουργία να απαλύνει τη δεινοπάθεια της ζωής στη φυλακή και κυρίως να παρέχει στο κρατούμενο ένα ηθικό και ψυχικό στήριγμα, ώστε να μην αισθάνεται σαν εκτός νόμου. Με την ένταξη του στο σύστημα των αξιών του κώδικα των εγκλείστων ο κρατούμενος αισθάνεται ότι ανήκει κάπου, ότι είναι αποδεκτός στους κόλπους μιας ομάδας. Υιοθετώντας ως αξία την έχθρα προς το προσωπικό της φυλακής, που εκπροσωπεί τη κοινωνία, ο κατάδικος απορρίπτει με τη σειρά του την κοινωνία που τον απέρριψε.

 

 ΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ

Στη σωφρονιστική επιστήμη γίνεται λόγος για ενοποίηση των στερητικών της ελευθερίας ποινών, υπό την έννοια ότι η διαφοροποίηση του περιεχομένου της μεταχείρισης δεν πρέπει να γίνεται με βάση τη βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής αλλά με βάση τη προσωπικότητα και την ικανότητα βελτίωσης του εγκληματία.

Έχοντας έτσι τα πράγματα, τα σωφρονιστικά καταστήματα θα έπρεπε να διακρίνονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη μέθοδο μεταχείρισης που εφαρμόζουν, η οποία να αντιστοιχεί στις σωφρονιστικές ανάγκες ενός τύπου εγκληματία. Δυστυχώς, η εμπειρική έρευνα δεν έχει κατορθώσει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, να εγκαθιδρύσει μια τυπολογία εγκληματιών, που να αντιστοιχεί σε μία τυπολογία μεθόδων μεταχείρισης, πράγμα που θα επέτρεπε τη διάκριση των σωφρονιστικών καταστημάτων με κριτήρια καθαρώς επιστημονικά.

Τη γραμμή που ακολουθεί και ο Ελληνικός σωφρονιστικός κώδικας τη βρίσκουμε στο άρθρο 10 που ορίζει: «Οι στερούμενοι της προσωπικής αυτών ελευθερίας κρατούνται, αναλόγως του σκοπού και του διάρκειας της κρατήσεως …» και ορίζει τα διάφορα είδη καταστημάτων. Τα κριτήρια διάκρισης των καταστημάτων που υιοθετεί ο κώδικας είναι «ο σκοπός και η διάρκεια της κράτησης». Η διάρκεια της κράτησης διακρίνει την ελαφριά από τη σοβαρή εγκληματικότητα και σαν οροθετική γραμμή θέτει το ένα έτος. Ο σκοπός της κράτησης αποτελεί μάλλον ατυχή έκφραση του νομοθέτη, γιατί σκοπός της κράτησης είναι ένας και μοναδικός, η κοινωνική προσαρμογή του εγκληματία καθώς ρηχά δένεται ο νόμος στο άρθρο 3. Με τον όρο «σκοπός της κράτησης» πρέπει να εννοούμε το είδος μεταχείρισης που προσδιορίζει στις σωφρονιστικές ανάγκες των κρατουμένων.

Με βάση τα κριτήρια αυτά, τα σωφρονιστικά ιδρύματα διακρίνονται κατά τον κώδικα σε α) δικαστικές φυλακές, β) κεντρικά σωφρονιστικά καταστήματα, γ) αγροτικά σωφρονιστικά καταστήματα, δ) ανοικτά σωφρονιστικά καταστήματα ε) ειδικά σωφρονιστικά καταστήματα προορισμένα είτε για την μεταχείριση ειδικών εγκληματιών, ανηλίκων, ψυχικώς ανωμάλων, φυγόπονων κ.α.

 

Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ.

Η κατανομή των κρατουμένων στα διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα γίνεται με βάση τα κριτήρια που καθορίζουν τη διάκριση των σωφρονιστικών καταστημάτων.

Έτσι στις δικαστικές φυλακές εισάγονται υπόδικοι, οφειλέτες, οι καταδικασμένοι σε ποινή στερητική της ελευθερίας τους κάτω του έτους και οι καταδικασμένοι για εγκλήματα εξ αμελείας, ανεξάρτητα διάρκειας της ποινής.

Στις κεντρικές φυλακές εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω, πρόσκαιρης κάθειρξης, αόριστης κάθειρξης και ισόβιας κάθειρξης. Οι τελευταίοι, μαζί με τους καταδικασμένους σε θάνατο, μέχρι να εκτελεστεί η ποινή, κρατούνται σε ορισμένες κεντρικές φυλακές, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Στις αγροτικές φυλακές εισάγονται οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης άνω του έτους και πρόσκαιρης κάθειρξης, ικανοί για δουλεία στην ύπαιθρο. Δυνατή επίσης είναι η μεταγωγή στις αγροτικές φυλακές καταδικασμένων κάτω του έτους που προέρχονται από τη ύπαιθρο χώρα. Επίσης είναι δυνατή η μεταγωγή καταδικασμένων σε ισόβια κάθειρξη μετά 15 ετών παραμονή σε κεντρική φυλακή.

Τα ανοικτά σωφρονιστικά καταστήματα επειδή δεν έχουν τους όρους ασφαλείας των άλλων φυλακών (τοίχους ψηλούς, κάγκελα στα παράθυρα, ένοπλους φύλακες κτλ) και η πειθαρχία είναι χαλαρή και στηρίζεται μάλλον στην αυτοπειθάρχηση του κρατουμένου, προϋποθέτουν τροφίμους, οι οποίοι, είτε λόγω επιτυχούς βελτιωτικής αγωγής σε άλλο είδος σωφρονιστικού καταστήματος, είτε λόγω ακίνδυνης προσωπικότητας εμπνέουν εμπιστοσύνη. Έτσι, στα ανοικτά καταστήματα εισάγονται α) οι προερχόμενοι από αγροτικές φυλακές, κρατούμενοι, που ανήκουν στη κατηγορία των εργαζομένων «επί λόγω τιμής», β) οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης, αφού εκτίσουν το νηαυτής, γ) οι καταδικασμένοι σε ποινή φυλάκισης, που μετατράπηκε σε χρηματική αλλά δε πληρώθηκε και δ) οι καταδικασμένοι για πρώτη φορά για έγκλημα εξ αμελείας.

 

 ΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Λέγοντας σωφρονιστικά συστήματα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η ζωή στη φυλακή και η μεταχείριση των εγκλείστων.

Τα διάφορα σωφρονιστικά συστήματα που προτάθηκαν στη σωφρονιστική θεωρία και εφαρμόστηκαν στη σωφρονιστική πρακτική είναι τα εξής:

Α) Το κοινοβιακό σύστημα.

Κατά το σύστημα αυτό οι κατάδικοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή και επικοινωνία μεταξύ τους ημέρα και νύχτα. Κοιμούνται σε μεγάλους θαλάμους, πάρα πολλά άτομα μαζί, τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται σε κοινούς χώρους.

Το σύστημα αυτό παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος αυτού είναι οικονομικής φύσης˙ δηλ. η οικοδόμηση φυλακών, όπου εφαρμόζεται αυτό το σύστημα είναι λιγότερο δαπανηρή απ ‘ότι θα ήταν η ανέγερση φυλακών με ατομικούς θαλάμους. Από σωφρονιστική άποψη, μπορεί να πει κανείς ότι με το σύστημα τούτο είναι δυνατόν να διαπλαστεί η ζωή της κοινότητας των κρατουμένων κατά το υπόδειγμα της κοινωνίας, με εφαρμογή ακόμη και του συστήματος της αυτοδιοίκησης, έτσι ώστε ο κρατούμενος κατά το διάστημα της κράτησης του να μην αποκόπτεται από τις ομαλές κοινωνικές σχέσεις αλλά, αντίθετα, να ασκείται σε αυτές. Τέλος το κοινοβιακό σύστημα επιτρέπει την οργάνωση και τη κατανομή της εργασίας κατά τρόπο πιο παραγωγικό.

Η εμπειρία όμως δείχνει ότι η κοινή συμβίωση των καταδίκων παρουσιάζει και σοβαρά μειονεκτήματα. Η συμβίωση επικίνδυνων εγκληματιών με αρχάριους και περιστασιακούς εγκληματίες ευνοεί τη διαφθορά των δεύτερων από τους πρώτους. Επίσης το σύστημα αυτό εμποδίζει την ομαλή κοινωνική επανένταξη του καταδίκου μετά την αποφυλάκισή του, γιατί τον αφήνει εκτεθειμένο σε άσκηση εκβιασμού από παλιούς συντρόφους της φυλακής, αν δε δεχτεί να συμμετάσχει σε εγκληματικές επιχειρήσεις που οργανώνουν. Τέλος, η αλήθεια είναι ότι στο κοινοβιακό σύστημα δυσχεραίνεται η επιτήρηση των κρατουμένων και είναι πιο εύκολη η οργάνωση ομαδικών αποδράσεων ή και στάσεων. Τούτο όμως δεν συνιστά μειονέκτημα του συστήματος αλλά στους όρους φύλαξης και ασφάλειας και αποδεικνύει την αντιφατικότητα των ρόλων του θεσμού της φυλακής, που επιδιώκει τη κοινωνική επανένταξη του εγκληματία, από τη μία μεριά, και τη διατήρηση του έξω από το κύκλωμα των κοινωνικών σχέσεων από την άλλη.

Θα μπορούσε να επικαλεστεί ακόμη κανείς ότι το κοινοβιακό σύστημα ευνοεί την ανάπτυξη των ομοφυλοφιλικών σχέσεων, οι οποίες είναι ένα χαρακτηριστικό της ζωής των έγκλειστων. Αλλά η ανάπτυξη των σχέσεων αυτών δεν είναι αποτέλεσμα του συγκεκριμένου συστήματος, αλλά η συνέπεια της αδυναμίας τους να δώσουν φυσιολογική διέξοδο στις σεξουαλικές τους ορμές.

Β) Το απομονωτικό σύστημα.

Είναι ακριβώς το αντίθετο με το κοινοβιακό σύστημα, αφού ο κατάδικος ζει απομονωμένος σε ένα κελί, τρώει και εργάζεται. Το σύστημα αυτό αποβλέπει στη πλήρη εξαφάνιση ης επικοινωνίας και των επαφών μεταξύ των καταδίκων, γι’ αυτό στις πρώτες του εφαρμογές προβλεπόταν ότι όταν ο κατάδικος έβγαινε από το κελί του για να περπατήσει στην αυλή φόραγε μια καλύπτρα στο πρόσωπο για να μην τον αναγνωρίζουν.

Το σύστημα αυτό πρωτοεφαμόσθηκε στις εκκλησιαστικές φυλακές στη Δύση και είχε σαν πρότυπο το μοναχικό βιο. Την εφαρμογή του στις λαϊκές φυλακές υποστήριξε ο John Howard και τελικά βρήκε τη πιο τέλια εφαρμογή του στα τέλη του 18ου αιώνα στις φυλακές της Φιλαδέλφειας της Πολιτείας της Πενσυλβανίας των ΗΠΑ, γι’ αυτό και ονομάζεται και πενσυλβανικό σύστημα.

Το σύστημα αυτό, εκτός του ότι είναι πολύ δαπανηρό στη κατασκευή ή τη διαμόρφωση των φυλακών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του, δεν επιτρέπει και την οργάνωση της εργασίας παρά μόνο σε επίπεδο χειροτεχνίας. Κυρίως όμως είναι ολέθριο για τη φυσική και ψυχική υγεία των καταδίκων, ενώ πολύ εύκολα θα ήταν νοητό στο πλαίσια μιας τιμωρητικής μεταχείρισης.

Γ) Το μικτό σύστημα.

Το μικτό σύστημα επιχειρεί τη συνύπαρξη των δύο προηγούμενων συστημάτων και προβλέπει την απομόνωση του καταδίκου τη νύχτα σε ατομικό κελί και τη κοινή διαβίωση την ημέρα. Κατά τη διάρκεια τη ημέρας οι κατάδικοι τρώνε σε κοινές τραπεζαρίες και εργάζονται όλοι μαζί, είναι όμως υποχρεωμένοι να τηρούν το κώδικα της απόλυτης σιωπής, η παραβίαση του οποίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Ο κανόνας της σιωπής, που αποτελεί χαρακτηριστικό του συστήματος τούτου, είναι το κομμάτι της απομόνωσης από το απομονωτικό σύστημα και έτσι εμποδίζει την αμοιβαία διαφθορά των τροφίμων.

Το σύστημα αυτό πρωτοεμφανίστηκε το 1816 στη φυλακή του Auburn της Πολιτείας της Ν. Υόρκης των ΗΠΑ γι’ αυτό κι ονομάστηκε και Ωβούρνειο σύστημα. Ανεπιφύλακτα μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι το λιγότερο οδυνηρό σύστημα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η πνευματική κατάσταση του κρατουμένου δεν εκτίθεται σε κίνδυνο. Ο κανόνας της σιωπής έρχεται σε σύγκρουση με τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνεί και να εκφράζει τις εντυπώσεις του στον πλησίον του και η κατάπνιξη αυτής της ανάγκης δε μένει χωρίς συνέπειες πάνω στη πνευματική ισορροπία του έγκλειστου. Γι’ αυτό το λόγο, όσες νομοθεσίες εφαρμόζουν σήμερα το μικτό σύστημα το έχουν απαλλάξει από το μειονέκτημα του κανόνα της σιωπής.

Δ) Το προοδευτικό σύστημα.

Τα τρία προηγούμενα συστήματα δεν περιείχαν καμία μέθοδο μεταχείρισης του εγκληματία που να συντελεί θετικά στη βελτίωση και αναπροσαρμογή του. Αποσκοπούσαν απλώς στο να περιορίσουν ή να αποκλείσουν τις αρνητικές συνέπειες της φυλακής.

Το σύστημα αυτό οφείλει τη πατρότητά του στον Macconochie ο οποίος το δοκίμασε για πρώτη φορά, το 1840 στις ναυτικές φυλακές του Norfolk, ενός αγγλικού νησιού που ήταν διοικητής. Στη συνέχεια το εφάρμοσε με επιτυχία ο Crofton στην Ιρλανδία γι’ αυτό κι ονομάζεται ιρλανδικό σύστημα.

Το προοδευτικό σύστημα έχει σκοπό την αποφυγή του απότομου περάσματος από το καθεστώς της πλήρους στέρησης της ελευθερίας στο καθεστώς της πλήρους ελευθερίας από τη λήξη της ποινής. Γι΄ αυτό επιχειρεί μια κλιμάκωση του χρόνου της εκτέλεσης της ποινής σε διάφορες φάσεις σταδιακής ελάφρυνσης των όρων κράτησης. Το πέρασμα από τη μια φάση στην άλλη εξαρτάται από το αν ο κατάδικος εμφανίζει με τη συμπεριφορά του σαφείς ενδείξεις βελτίωσης, χωρίς να αποκλείεται ο υποβιβασμός του σε καθεστώς προηγούμενης φάσης, σε περίπτωση που η διαγωγή του κριθεί αντάξια του υποβιβασμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο κρίνεται ότι δημιουργούνται στο κατάδικο κίνητρα καλής διαγωγής, έτσι ώστε να συνηθίζει να υποβάλλει τη συμπεριφορά του σε κανόνες και να αποκτά προοδευτικά, κατά το μέτρο που περνά σε φάσεις ελευθεριότερης μεταχείρισης, συναίσθημα ευθύνης.

Για να αποδώσει τους καρπούς του το σύστημα, σύμφωνα με τη φιλοσοφία των εμπνευστών του, απαιτείται μακροχρόνια μεταχείριση για να παρασχεθεί ο χρόνος για σταδιακό εθισμό του καταδίκου σε νόμιμη συμπεριφορά και βαθμιαία συνειδητοποίηση των ευθυνών του. Γι’ αυτό, το σύστημα αυτό εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις μακροχρόνιας στερητικής ποινής.

 

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Ο Ελληνικός Σωφρονιστικός Κώδικας διακρίνει μεταξύ εκτέλεσης μακροχρόνιας ποινής στερητικής ελευθερίας, βραχυχρόνιας και μέσης διάρκειας. Στη περίπτωση πάλι της μακροχρόνιας ποινής διακρίνει μεταξύ πρόσκαιρης κάθειρξης και ισόβιας κάθειρξης, υιοθετώντας διαφορετικό σύστημα σε κάθε περίπτωση. Η λύση αυτή είναι εύλογη, γιατί στην περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης, όπου ο κατάδικος πρόκειται «κατ’ αρχήν» να εκμετρήσει το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στη φυλακή, το πρόβλημα της κοινωνικής προσαρμογής του, χωρίς να αποκλείεται εντελώς, δεν τίθεται με την ίδια οξύτητα όπως στη περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπου μετά τη λήξη τη ποινής του ο κατάδικος επανέρχεται ελεύθερος στη κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει την εφαρμογή του προοδευτικού συστήματος μόνο κατά την εκτέλεση ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, ενώ για τη περίπτωση εκτέλεσης ισόβιας κάθειρξης ορίζεται ότι προηγείται μια φάση απομόνωσης, η διάρκεια της οποίας απόκειται στη κρίση του συμβουλίου του σωφρονιστικού καταστήματος, και ακολουθεί το σύστημα της κοινής διαβίωσης.

Για την εκτέλεση ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει το προοδευτικό σύστημα. Η πρώτη φάση είναι εκείνη της παρατήρησης. Κατά την φάση αυτή ο κατάδικος ζει σε απομόνωση εκτός αν το σωφρονιστικό κατάστημα δε διαθέτει ατομικά κελιά, οπότε ζει από κοινού με άλλους σε ιδιαίτερο τμήμα. Είναι χαρακτηριστικό του προοδευτικού συστήματος η πρώτη φάση της μεταχείρισης να γίνεται με απομόνωση του καταδίκου, γιατί γίνεται δεκτό ότι η απομόνωση δημιουργεί ένα ψυχικό σοκ στο κρατούμενο, που του απορυθμίζει τη προσωπικότητα, πράγμα που διευκολύνει μετά την ανάπλαση της με τη κατάλληλη μεταχείριση. Κατά τη φάση αυτή ερευνάται η σωματική και ψυχική υγεία του κρατουμένου, οι κλίσεις στην εργασία, το κοινωνικό του περιβάλλον και η οικονομική του κατάσταση. Με τα σχετικά πορίσματα ενημερώνεται ο ατομικός φάκελος του καταδίκου, ώστε να καθοριστεί η μεταχείριση στην οποία θα υποβληθεί. Η φάση της παρατήρησης διαρκεί έξι μήνες το πολύ, η απομόνωση όμως μπορεί να διακοπεί και νωρίτερα αν κινδυνεύει η ζωή ή η υγεία του κρατουμένου.

Μετά τη φάση της παρατήρησης ακολουθεί η φάση της κοινής διαβίωσης. Κατ’ αυτήν ο κατάδικος εργάζεται, ασκείται σωματικά και ηθικά και μετέχει στις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις μαζί με τους άλλους κατάδικους κατά την ημέρα, ενώ τη νύχτα κοιμάται σε ατομικό κελί, εκτός κι αν η φυλακή που κρατείται δε διαθέτει κελιά. Δηλ. ο σωφρονιστικός κώδικας, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων των σωφρονιστικών καταστημάτων, καθιερώνει το μικτό σύστημα, χωρίς εφαρμογή, βέβαια, του κανόνα της σιωπής.

Κατά τη φάση αυτή οι κρατούμενοι κατανέμονται σε τρεις τάξεις: την τρίτη, την δεύτερη και τη πρώτη. Μετά τη φάση της παρατήρησης ο κατάδικος κατατάσσεται στη τρίτη τάξη. Εκεί υφίσταται εκτίμηση της διαγωγής του, γενικά, και ύστερα από παραμονή σε αυτή επί ένα χρόνο, το οποίο, προκειμένου για καταδικασμένους σε μακροχρόνια κάθειρξη ή για πολλαπλά υπότροπους, μπορεί να παραταθεί επί έξι μήνες ακόμη, προάγεται στη δεύτερη τάξη. Το ίδιο ισχύει και για τη προαγωγή στη πρώτη τάξη.

Η προαγωγή στη πρώτη τάξη υποθέτει ότι ο κατάδικος είναι άξιος εμπιστοσύνης, γι’ αυτό απολαμβάνει ιδιαίτερης μεταχείρισης και ηθικών και υλικών αμοιβών. Αν όμως ο κατάδικος επιδείξει κακή συμπεριφορά μπορεί να υποβαθμιστεί σε κατώτερη τάξη. Στη πρώτη τάξη ο κατάδικος παραμένει τουλάχιστον τέσσερις μήνες κι αν επιδείξει τάσεις σαφούς βελτίωσης, περνά στη τρίτη φάση του προοδευτικού συστήματος που λέγεται περίοδος ημιελευθερίας.

Κατά τη περίοδο αυτή οι κατάδικοι ζουν σε ιδιαίτερο τμήμα των φυλακών, απολαμβάνουν μεγαλυτέρων ανέσεων και μεγαλύτερης ελευθερίας ενώ το πειθαρχικό καθεστώς είναι χαλαρό, ή δε τήρηση της τάξης στηρίζεται μάλλον στην αυτοπειθαρχία των κρατουμένων παρά στον καταναγκασμό. Έξι μήνες πριν από τη συμπλήρωση του ελάχιστου χρόνου για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο ο κατάδικος μπορεί να παίρνει άδεια απουσίας μέχρι και τεσσάρων ημερών.

Αυτό είναι το προοδευτικό σύστημα κατά τον Ελληνικό Σωφρονιστικό Κώδικα.

Προκειμένου για εκτέλεση ποινής φυλάκισης άνω του ενός χρόνου ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει μια περίοδο απομόνωσης που δε μπορεί να παραταθεί πέρα από 30 ημέρες και μετά ακολουθεί μικτό σύστημα, χωρίς τη τήρηση του κανόνα της σιωπής. Μετά τη λήξη της μόνωσης οι κατάδικοι χωρίζονται σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους, το μορφωτικό τους επίπεδο και το επάγγελμα τους. Η σωφρονιστική μεταχείριση εξατομικεύεται ανάλογα με τη συμπεριφορά κάθε καταδίκου και αυτοί που κρίνονται άξιοι εμπιστοσύνης απολαμβάνουν σταδιακά ειδικότερης μεταχείρισης. Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα μεταγωγής σε ανοικτό σωφρονιστικό κατάστημα μετά την έκτιση του τετάρτου της ποινής.

Τέλος ο Σωφρονιστικός Κώδικας ορίζει το σύστημα στο οποίο υποβάλλονται αυτοί που εκτίουν βραχυχρόνια ποινή φυλάκισης, κάτω του έτους. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο κατάδικος υποβάλλεται σε απομόνωση κατά τις πρώτες 8 ημέρες της κράτησης και μόνο επί τρεις ώρες την ημέρα επιτρέπεται η έξοδος του σε ειδικό προαύλιο. Μετά τη φάση της μόνωσης υπόκειται στο μικτό σύστημα.

Γενικά, οι βραχυχρόνιες ποινές φυλάκισης αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα για τη σωφρονιστική επιστήμη, γιατί ο κατάδικος δέχεται τις δυσμενείς επιδράσεις της φυλακής χωρίς να παρέχεται και ο απαραίτητος χρόνος για να υποβληθεί σε μεταχείριση. Για τον λόγο αυτό, η τάση που επικρατεί είναι να αντικαθίστανται με μέτρα μεταχείρισης σε ανοικτό περιβάλλον (αναστολή) ή να μετατρέπονται σε χρηματικές. Εν τούτοις, παρά τη σαφή τάση που χαρακτηρίζει τα Ελληνικά ποινικά δικαστήρια να μετατρέπουν σε χρηματική κάθε ποινή φυλάκισης κάτω του έτος, η συντριπτική πλειοψηφία των τροφίμων των Ελληνικών φυλακών αποτελείται από άτομα που εκτίουν ποινές φυλάκισης κάτω του έτους, προφανώς γιατί δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για πληρωμή του σε χρήμα του αντιστοίχου της ποινής τους.

 

(από το βιβλίο παραδόσεις του καθηγητή Ηλία Δασκαλάκη: «Η μεταχείριση του εγκληματία» 1985)